Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Το έθνος να λυπάστε... Kαλίλ Γκιμπράν

Το έθνος να λυπάστε
Αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε
Αν τρώει ψωμί, αλλά όχι απ' τη σοδειά του
Αν πίνει κρασί, αλλά όχι από το πατητήρι του
Το έθνος να λυπάστε
Που δεν Υψώνει τη φωνή, παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας
Που δεν συμφιλιώνεται, παρά μονάχα μες τα ερείπιά του
Που δεν επαναστατεί παρά, μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει
αλεπού για πολιτικό,
απατεώνα για φιλόσοφο,
μπαλώματα και απομιμήσεις για τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους.
Kαλίλ Γκιμπράν Λιβανέζος φιλόσοφος, ποιητής, ζωγράφος (1883-1931),
από το βιβλίο του  "O Κήπος του Προφήτη", (1923)

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΤΗΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ

Του Πάνου Μ.
Μια δασκάλα της Δευτέρας δημοτικού, είπε στους μαθητές της να γράψουν μια έκθεση με θέμα:
” ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΤΗΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ”.
Στο τέλος της ημέρας , καθώς βαθμολογούσε τις εκθέσεις, διάβασε μια που την έκανε να κλάψει.
Ο σύζυγός της που μόλις είχε μπει στο σπίτι,τη ρώτησε “Τι συμβαίνει?” Αυτή απάντησε, διάβασε αυτή την έκθεση, την έχει γράψει ένας μαθητής μου.” 
ΘΕΕ ΜΟΥ, ΑΠΟΨΕ ΣΟΥ ΖΗΤΑΩ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΤΟ ΘΕΛΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΡΩ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ.
ΝΑ ΕΧΩ ΤΟ ΔΙΚΌ ΜΟΥ ΧΩΡΟ .
ΝΑ ΕΧΩ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ.
ΝΑ ΜΕ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΩ.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΥΝΕ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ Η ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΧΩ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΟΤΑΝ ΔΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ.
ΟΤΑΝ ΕΙΜΑΙ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΘΑΧΩ ΤΗ ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΟΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΠΙΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ.
ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΕ ΘΕΛΕΙ ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΗ, ΑΝΤΙ ΝΑ ΜΕ ΑΓΝΟΕΙ…
ΘΕΛΩ Τ’ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΑΛΩΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΩΡΕΣ ΜΑΖΙ ΜΟΥ.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΝΙΩΘΩ ΟΤΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ, ΠΟΤΕ ΠΟΤΕ, ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΛΙΓΟ ΧΡΟΝΟ ΜΕ ΜΕΝΑ.
ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ, ΚΑΝΕ ΜΕ ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΩ ΟΛΟΥΣ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΥΣ.
ΘΕΕ ΜΟΥ ΔΕ ΖΗΤΏ ΠΟΛΛΑ..ΘΕΛΩ ΜΟΝΟ ΝΑ ΓΙΝΩ ΣΑ ΜΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ!!”.
Εκείνη τη στιγμή ο σύζυγος ειίπε.”Θεέ μου, το καημένο το παιδί. Τι αδιάφοροι γονείς είναι αυτοί!

Τότε αυτή τον κοίταξε και είπε:
“Αυτή η έκθεση είναι του γυιού μας!..”

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Τα μεγάλα ψάρια, τα μικρά ψάρια

"... Τα μεγάλα ψάρια ευημερούσαν καταβροχθίζοντας τα μικρότερα, ο αριθμός των
οποίων μειωνόταν τόσο που τα μεγάλα ψάρια, κάποια στιγμή, άρχισαν να
εξαφανίζονται λόγω έλλειψης τροφής. Έτσι, αφού τα μεγάλα ψάρια σχεδόν
εξαφανίστηκαν, ο πληθυσμός των μικρότερων ανέκαμψε. Όταν όμως ανέκαμψε
αρκετά, τα μεγάλα ψάρια που επιβίωσαν άρχισαν να... ευημερούν ξανά
(τρώγοντας τα μικρότερα) και ο αριθμός τους να αυξάνεται εις βάρος των
μικρότερων. Μέχρι που, άλλη μια φορά, τα μεγάλα πείνασαν. Και φτου κι
από την αρχή.... "

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ότο φύγε, κρατάμε μαχαίρι!

Σ’ εσένα το λέμε, δεν ακούς; Άργησες Ότο, άργησες να φύγεις.
Εδώ είναι Ελλάδα Ότο, κρατάμε μαχαίρι για όσα μας πληγώνουν…
Σ’ αγαπήσαμε τρελά, Ότο, σ’ ερωτευτήκαμε. Μας περπάτησες πάνω στο νερό, μας δίδαξες το θαύμα. Πάντα ήμασταν του θαύματος, αλλά δεν ξέραμε το πως.
Ήρθες εσύ, Γερμανός πράμα με ένα μυαλό σαν τον κύβο του Ρούμπικ και μας έδειξες τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, Έλληνες χυμαντάν μια ζωή…
Κι εμείς, όμως, Ότο, δεν είμαστε αχάριστοι. Στις εκκλησιές μας και στον Όλυμπο σε βάλαμε, σε όλα τα ιερά μας. Κανείς άλλος δεν είχε κάτσει εκεί πάνω, ώσπου ήρθες εσύ και θρονιάστηκες. Και δε θα σε καταβάζαμε ούτε κι αν σερνόμασταν στον Άδη ως λαός, στα βάθη που τώρα κατοικούμε.
Εσένα εκεί θα σε είχαμε, πολυμήχανο Οδυσσέα, ικανό να ‘ρθεις και να μας ελευθερώσεις με τη θύμηση του θαύματος.
Αλλά εμείς, Ότο, έτσι είμαστε. Έχουμε μόνον Όλυμπο και Τάρταρα. Αν είχαμε μέτρο, Ότο, δε θα βλέπαμε κατάματα το Χάρο τώρα. Θα ήμασταν Γερμανοί σαν κι εσένα, με τον Καντ στο προσκεφάλι μας να μας θυμίζει για τον Κριτικό λόγο, αλλά θαύματα δε θα κάναμε, Ότο.
Και μη θυμώνεις τώρα που σε βρίζουμε, γιατί εσύ Γερμανός ήρθες, Γερμανός φεύγεις. Μια λέξη ελληνικά να ‘λεγες, ρε πούστη Ότο, χαλάλι! Κι αυτό στο συγχωρέσαμε, αλλά όχι ότι δεν έφυγες όταν στο φωνάζαμε.
Ρε Ότο, εμείς δεν συγχωρούμε στους θεούς μας να γκρεμίζονται, τους τιμωρούμε.
Ναι, ρε Ότο: Εμείς μάθαμε στην ανθρωπότητα να τιμωρεί τους θεούς, γι’ αυτό κάνουμε θαύματα. Πού έμαθες εσύ ότι μπορεί η λογική και η τρέλα να μένουν στο ίδιο σπίτι; Εμείς στο δείξαμε!
Κι εσύ πήγες και σύρθηκες…Άρχισες να γδέρνεσαι στην κατηφόρα του Ολύμπου. Για λίγα λεφτά παραπάνω; Για λίγη δόξα περισσότερη; Όπως και να χει, απληστία Ότο…Κι εμείς όλα τα μπορούμε, αλλά το ταμάχι το σιχαινόμαστε. Δεν βλέπεις και τους δικούς μας, όταν λαιμάργησαν πού κατάντησαν; Αλλά εσύ ρε Ότο, σε πείραζε να φύγεις στην κορυφή; Τι να τις κάνω τρεις προκρίσεις σε τέσσερες μεγάλες διοργανώσεις και παπάρια, Ότο; Θεός ήσουν ρε, Θεός και γλίστρησες!
Δεν σου είπανε, Ότο, για τον Δομάζο;
Δεν έμαθες ότι σκουληκιάστηκε ένα χρόνο με περουκίνι και δικέφαλο στο στήθος, γι’ αυτό ξέπεσε από Θεός; Πρόδωσε ρε, κι αυτός για λίγο χρήμα.
Ε, πάρε τώρα τον Χατζηπανάγο καλύτερο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Γιατί ο Βάσια τίτλους δεν πήρε, αλλά έμεινε εκεί, πιστό σκυλί στις Γριές. Και τον σέβονταν όλοι, Ότο. Ακούς; Όλοι! Από τον Έβρο ως την Κρήτη σιωπή…
Όπως και για τον Κούη κι άλλους ίδιους άτιτλους, αλλά βασιλιάδες στην καρδιά μας, Ότο! Ήξεραν πότε να φύγουν.
Λοιπόν, μάθε κάτι τελευταίο από την Ελλάδα, Ότο:
Οι θεοί δεν φτιάχτηκαν για ισοπαλίες και αξιοπρεπείς ήττες.
Τι μου λες, ρε Ότο, ότι βάλαμε γκολ στο Μουντιάλ, νικήσαμε κάτι ηλιθίους και χάσαμε με το κεφάλι ψηλά και κουραφέξαλα. Αυτά είναι για τους Αλκέτες και τους κυρ Βασίληδες.

Εσύ Ότο, ήσουν φτιαγμένος από νίκη και ουρανό. Αλλά…
Πήρες τα λεφτά σου τώρα; Έπαιξες και στο Μουντιάλ, που ήταν ο καημός σου; Ε, φύγε Ότο.
Φύγε με τους θνητούς από τον κόσμο αυτό. Ένας από μας, Ότο Με λίγα λεφτουδάκια παραπάνω και πολλά μέτρα παρακάτω.
Σ’ ενοχλεί η κριτική, Ότο;
Στ’ αρχίδια μας! Εκεί γράφουμε όλους τους ίδιους μας εμάς, Ότο. 

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010


Χαιρετίσματα στον Σπύρο όπου και να είναι
“Στα μέσα του 1970, μετά την επαναδημοκράτιση, είδα τον Σπύρο να σουλατσάρει από καφενείο σε καφενείο με δυο τρεις εφημερίδες στη μασχάλη. Όλες στο πρωτοσέλιδο είχαν τη φωτογραφία του ‘“εθνάρχη” με τα ατάσθαλα φρύδια. Κοτλέ καμπάνα παντελόνι, πουκαμισάκι ξεκούμπωτο με την τρίχα βιτρίνα και τον παχύ σταυρό απ’ τα βαπτίσια του.
Έλεγε ιστορίες στους θαμώνες για την εξορία που τον έστειλε η χούντα. ‘Αυτοεξορισμένος’ κι αυτός στη Σουηδία. Δεν ήταν κι άσχημα τελικά. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία για τα κορόιδα τους σουηδούς που του αγοράσανε αμάξι επειδή είχε κάνε δήλωση πως το δικό του κάηκε. Κρατική ασφάλεια, κοινωνικό κράτος εκεί. Ένα πλαστό χαρτί απώλειας και να σου ο λαζός με το καινούριο volvo.
Mε το volvo ήρθε στην Ελλάδα το 1976 και με την ιδιότητα του αντιστασιακού, αυτοεξόριστου, κατατρεγμένου αντιφρονούντα, κι αμέσως έπιασε δουλειά. Ένας κολλητός του δούλευε στη νομαρχία... τμήμα πολεοδομίας. Κάτι μαγειρέψανε με ένα οικόπεδο, κάτι άδειες πλαστογραφήσανε και με μια αντιπαροχή βρέθηκε με δυο τρία διαμερίσματα στην κατοχή του. Νοίκιασε τα τρία σε φοιτητές της σχολής που άνοιξε στην πόλη και κάθονταν. Τώρα είχε χρόνο να σώσει τους συμπολίτες του από την κατάρα της αντιπαροχής που τσιμέντωσε τα πάντα.

image


Στις αρχές του 1980 το... σχέδιο των κυβερνόντων πήγαινε καλά. Μαζέψανε όλο τον πληθυσμό στις πόλεις, τον ένα πάνω στον άλλο. Φθηνά εργατικά χέρια. Το Σπύρο τον συνάντησα τότε πάλι στην Αθήνα. Δεν κρατούσε πια ‘δεξιές’ εφημερίδες αλλά κάτι αφίσες με τον πράσινο ήλιο. Μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές ο μεσιέ με το ζιβάγκο και η χώρα έμπαινε στη νέα εποχή. Ο Σπύρος ήταν πια πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου στα Πατήσια, αλλά και παράγοντας σε ποδοσφαιρική ομάδα. Έδωσε το volvo και πήρε μια 318, Μπεμβέ με καθίσματα από δερματίνη, χαμηλωμένη. Τα λεφτά έρχονταν μόνα τους α πό τότε που οργανώθηκε στο κόμμα.

Τον χώσανε οι κολητοί σε κάτι επιτροπές, και ρούφαγε το μερίδιό του από τα πακέτα που έρχονταν από την Ευρώπη. Ο “μεγάλος”, ο Ανδρέας, δεν γούσταρε την Ευρώπη, αλλά μια χαρά τα πήγε μαζί τους τελικά. Το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο” ήταν καλή ατάκα για τα αντανακλαστικά του λαού, αλλά μέχρι εκεί. Ο Ανδρέας ήταν όσο Ευρωπαίος ήταν κι ο Κωνσταντίνος. Όσο ο λαός στην Ελλάδα είχε χούντα, αυτοί και οι κουστωδία τους ήταν ‘εξορία’... όχι... όχι Μακρόνησο... πιο δύσκολη, στην ξενιτειά. Παρίσια, Στοκχόλμες, Τορόντα, Μανχάταν... όπου υπήρχαν αμερικάνικες και αγγλικές πρεσβείες, ακριβώς δίπλα κάνανε τα σπίτια τους.

Ο Ανδρέας λοιπόν έφερε λεφτά από την Ευρώπη με το σύνθημα ‘αλλαγή’. Πακέτα Ντελόρ. Λεφτά, πολλά λεφτά. Από αυτά τα λεφτά ο Σπύρος ζούσε καλά. Συνδικαλίζονταν στα πράσινα στέκια μαζεύοντας ψήφους για το κόμμα. Με το πακέτο μάλμπορο να εξέχει απ την κωλοτσέπη, τα κλειδιά της μπέμπας σε ρόλο κομπολογιού, το μαλλί μπούκλα μπριγιαντομένο, έτρεχε από σύναξη σε σύναξη πρασινίζοντας τον τόπο. Τα βράδια συνήθως άφηνε στο σπίτι την κυρά, και πήγαινε να ‘σηκώσει’ το το κοινωνικό του προφίλ με κολλητούς από κάτι υπουργεία.
Παραλιακή, σκυλάδικο, πρώτο τραπέζι, άσπρη κάλτσα, καφέ λουστρίνι εισαγωγής. Λεπά, Χριστοδουλόπουλος, ουίσκι και σαμπάνια μαζί, πιάτα και γαρύφαλλα, γκόμενες να κωλοτρίβονται στις γραβάτες, τσιφτετέλια στην πίστα με το χέρι στον αέρα να μοστράρει το μακρύ νύχι του μικρού δακτύλου με το δαχτυλίδι. Παχύς χρυσός με πράσινη πέτρα πάνω. Ξημερώματα για πατσά στη Συγγρού, δίπλα στις πουτάνες.
Αρχές δεκαετίας του 1990. Ο γιος του Σπύρου μεγάλωσε και ήταν πια στο Λύκειο. Από το Γυμνάσιο όμως ήταν ‘ενεργός’ πολίτης. Πρόεδρος του 15μελούς που ‘κατέβαινε’ στις σχολικές εκλογές με το κόμμα. Το κόμμα ήταν παντού. Όχι στα νηπιαγωγεία ακόμα, αλλά από το γυμνάσιο μπορούσες να διαλέξεις το κοπάδι σου. Ο γιος ήταν άξιο τέκνο του Σπύρου. Είχε μάθει τα κόλπα πως να βγάζει λεφτά από τις μίζες στις εκδρομές στήνοντας την κατάσταση ανάμεσα στους λεοφωρτζήδες και τους καθηγητές. Όλοι κάτι βάζανε στην τσεπούλα κι όλοι μια χαρά.
Ο γιος είχε εξαντλήσει το όριο των απουσιών αλλά κανένα πρόβλημα, όλα με λίγο λάδωμα από τον μπαμπά κυλάνε καλύτερα. Ο διευθυντής του σχολείου άλλωστε είχε βλέψεις για προϊστάμενος δευτεροβάθμιας και χρειαζόταν πλάτες στο κόμμα. Ο Σπύρος είχε καημό ο γιος του να πάει στο Κολέγιο Αθηνών αλλά δεν του κάτσε. Ήταν σημαντικό να είσαι συμμαθητής με τον γόνο του εφοπλιστή, του εφημεριδά και του μεγαλέμπορου... αργότερα οι μπίζνες με ποιους θα γίνονταν άλλωστε... με άγνωστους; Με τους συμμαθητές φυσικά! Αλλά κι έτσι όλα τακτοποιήθηκαν.
Στις αρχές του 1990 ο γιος του Σπύρου αφού πήγε δυο χρόνια διακοπές στην Αμερική και γύρισε με πτυχίο μάρκετινγκ. Έμαθε απ’ έξω όλα τα καφέ του Γιέιλ και τις μαζορέτες των αδελφάτων, αλλά τα αγγλικούλια του ήταν επιπέδου Ελεμέντρι, ίδια μ αυτά του Καραμανλή του νεωτέρου που κι αυτός στο Αμέρικα έφαγε τα νιάτα του σπουδάζοντας ...πρωθυπουργός.
Γύρισε στην Ελλάδα λοιπόν πτυχιούχος κι άνοιξε με κάτι μαγειρεμένες επιδοτήσεις διαφημιστική εταιρία, ξήγα του μπαμπά. Το μαγαζί πήγε καλά από την αρχή καθώς έπαιρνε ‘αβέρτα’ δημόσια έργα. Τουριστική προβολή Νομού τάδε 150.000, οργάνωση εκθέσεως Υπ. Τουρισμού 900.000, έντυπα Περιφέρειας 1.200.000, κονκάρδες για το Δήμο 500.000 ... ... και πάει λέγοντας.
Πουλούσε και μίντια στα κανάλια που γέμισαν τον τόπο... ελεύθερη τηλεόραση γαρ. Είχε κάνει κολλητούς μερικούς Νομάρχες και Δημάρχους και έπαιρνε τη δουλειά. Με διαγωνισμό πάντα. Διαφανέστατα. Ήξερε καλά πως αν δεν χώσεις μαύρα, δεν θα πάρει ς τη δουλειά. Έτσι, ένας δούλευε, δέκα πληρώνονταν. Ένας έσκαβε (κι αυτός με stage επιδοτήσεις) και δέκα κονομάγανε. Η πιο κερδοφόρα δουλειά στην Ελλάδα έγινε ο αέρας.
Χρυσοπληρωμένοι αεριτζήδες, πετυχημένοι και κονομημένοι. Έτσι κι ο γιος του Σπύρου. Άλλαξε το φοιτητικό κόκκινο celica με το μπουρί από πίσω και πήρε μια καγιέν μαύρη. Την τούρμπο με φιμέ τζάμια επίσης.  Ήθελε να τον καταλαβαίνουν όλοι και ένας κολλητός στο συγκοινωνιών του έδωσε το νούμερο. Δεν ήθελε όμως να φαίνεται στην εφορία, γι αυτό και το καγιέν το ‘έβαλε’ στην οφ-σορ του που είχε έδρα την Κύπρο. Εταιρικό το αμάξι, όπως και η γκαρσονιέρα που αγόρασε για γαμηστρώνα στο Κολωνάκι κοντά στου Σημίτη για να τον χαιρετάνε οι μπάτσοι της φρουράς.
Στις γκόμενες που ξεμονάχιαζε εκεί έλεγε πως ήταν σύμβουλος του ΥΠ.ΠΟ, έτσι για φιγούρα. Ψέματα βεβαίως, δεν ήταν σύμβουλος, πελάτη τον είχε. Ο μπάρμπα Σπύρος ήταν περήφανος για το βλαστάρι του. Είχε βγει στη σύνταξη από τα πενήντα του “δουλεύοντας” το ΤΕΒΕ με πλαστά παραστατικά εργασίας από τη Σουηδία, αλλά έβγαζε χοντρά φράγκα από τότε που το κόμμα τον έβαλε σύμβουλο στο κρατικό κανάλι. Πολλά λεφτά! Και δεν πατούσε και το πόδι του εκεί. Από τη Μύκονο τηλεφωνικώς οι πολύτιμες συμβουλές του μέσα από την πισίνα ή το τζακούζι που φερε απ´ τη Σουηδία να του θυμίζει την ξενιτειά.
Έφερε και μια σάουνα αλλά την πήγε στο άλλο εξοχικό στην Αράχοβα. Από τη Μύκονο ερχόταν στην Αθήνα μόνο για τα συμβούλια με Υπουργούς, για να ζεσταθεί το κονέ. Έτσι κι αλλιώς με το σκάφος μια ώρα ήταν η Γλυφάδα από τη Μύκονο και τρως και καμιά αστακομακαρονάδα στο διάμεσο να διαπιστευτεί το στάτους. Και τα σκυλάδικα κοντά, λίγο άλλαξαν από το ηρωικό 80. Το κόλπο του χρηματιστηρίου τους άφησε πόλλλλλλλά κέρδη.
Ήταν μέσα στις κομπίνες που φούσκωναν ανύπαρκτες ε ταιρίες πιο γρήγορα κι από φαρίνα γιώτης. Όταν δόθηκε το σύνθημα, τα φράγκα μεταφέρθηκαν στην Ελβετία με τσουβάλια και είναι εκεί για τα γεράματα. Ο μπάρμπα Σπύρος έμαθε πως ο καλύτερος φίλος του στο πατρικό του δίπλα αυτοκτόνησε από την απόγνωση. Έχασε τα πάντα... ο Σημίτη που είχε ψηφίσει τον είχε διαβεβαιώσει πως το χρηματιστήριο θα τον κάνει πλούσιο και εκσυγχρονισμένο. Ο Σπύρος έστειλε στεφάνι μια που δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, είχε επιτροπή.
Στα μέσα του 2000 μπήκε πατέρας και γιος στο μεγαλύτερο φαγοπότι όλων των εποχών. Αρμέγανε από παντού, ήταν πια κολλητοί με τους πάντες και διαχειρίζονταν μίζες και λάδια. Σι Φορ Άι, Αντίρια, Ολυμπιακά Έργα, κατασκευές... ότι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Ολυμπιακή φλόγα έφερε πολύ χρήμα. Ο Σπύρος έχει ακόμα τη δάδα της φλόγας, την μετέφερε κι αυτός για 50 μέτρα... αλλά οι φωτογραφίες βγήκαν ‘καμένες’ επειδή γυάλισε στον ήλιο το ολόχρυσο ρόλεξ και το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα στο μικρό δάχτυλο με το μακρύ νύχι.
Κάπου σ’ αυτή την εποχή έχασα τα ίχνη του Σπύρου και του γιου του. Είχα κι εγώ τα δικά μου προβλήματα επιβίωσης. Έμαθα πως αγόρασαν σπίτια στο Σαν Φραντζίσκο και στο Λονδίνο για τις δύσκολες ώρες. Μάλλον είχαν την πληροφορία πως η Ελλάδα θα γίνει επικίνδυνος τόπος για την κάστα τους και έφυγαν νωρίς. Όπως οι καλοί κλέφτες, μια καλή μπάζα κι εξαφανιζόλ.
Οι κολλητοί τους όμως είναι ακόμα εδώ, άπληστοι, αδίστακτοι, ψεύτες απέναντι σε εκατομμύρια φτωχών πια Ελλήνων. Στις αρχές του 2010 ο τελευταίος της δυναστείας Παπανδρέου αποφάσισε να ποντάρει σε λάθος άλογο, και να κερδίσει τις εκλογές πέφτοντας στην παγίδα που έστησε ο ελληνικός λαός. Σπύρος και γιος ΑΕ ίσως τη γλυτώσουνε. Ίσως αποφύγουν αυτό που δεν απέφυγαν οι Λουδοβίκοι του παρελθόντος.
Στην Ελλάδα μπορεί το 95% να κοιμάται νανουρισμένο από το σκυλάδικο, τους πληρωμένους τελάληδες της δημοσιογραφίας και τη χαζομάρα του μεσημεριού, αλλά το 5% είναι γνήσιο τέκνο του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή και του Αλεξάνδρου. Πιο γνήσιο δεν γίνεται.
Καλή σου τύχη Σπύρο. Χαιρετίσματα στο γιο και στην κυρά”
Σχόλιο: Ανώνυμη επιστολή στο market-talk.  Όποιος το έχει γράψει μετά χαράς να σας δώσω αναγνώριση.

(Hat tip Sotiris X)

Γιώργος Καισάριος

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Πούσαι Λυκούργο να μας δεις!


Για να διδάξει στους σπαρτιάτες ο Λυκούργος τη σημασία, που έχει η ανατροφή για τα παιδιά τους παρουσίασε δυο σκυλάκια. Το ένα ήταν ασκημένο στο κυνήγι του λαγού και το άλλο ήταν απαίδευτο στη φυσική του λαιμαργία. Τα έφερε λοιπόν και τα δύο μπροστά σε ένα πιάτο φαγητό και συγχρόνως απελευθέρωσε από το κλουβί ένα λαγό. Το εκπαιδευμένο όρμισε κατά του λαγού. Το άλλο έμεινε νωχελικό μπροστά στο πιάτο.

«Αυτό κάνει, τους είπε, και στα παιδιά σας η ανατροφή που θα πάρουν σε συνδυασμό με τις καταβολές της κληρονομικότητας»

Δυστυχώς έχουμε γίνει όλοι λαπάδες και τεμπέληδες. Καταστρέψαμε την Παιδεία μας και τα Ιδανικά μας. Ενώ έχουμε τόσα προσόντα τα αφήνουμε ανεκμετάλλευτα και αρκούμαστε σε ένα πιάτο φαγητό που μας έδιναν οι Ευρωπαίοι.

Αφήναμε τις δουλειές μας να κλείνουν και τα χωράφια μας να γίνονται χέρσα. Από Σκυλιά στη δουλειά και την προκοπή γίναμε άβουλα κατοικίδια! Ήταν ποτέ δυνατόν αυτό να διαιωνιστεί;

Γιάννης Κανατσέλης